Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από την προφανή ρίζα και την κυρίαρχη χρήση της σλανγκοπεριγραφής του ανδρικού ενδύματος, το παρόν λήμμα προέρχεται από τον αγγλικό όρο «customization», ήτοι επί το ελληνικότερον κι επικουρικότερον την «προσαρμογή» και χρησιμοποιείται εν προκειμένω για να περιγράψει την μετατροπή που υπέστη κάτι.

Ειδικότερα, αφορά σε κατά παραγγελία κατασκευή/προσθήκη η οποία υπέστη τροποποίηση ως προς το σχήμα και το μέγεθος προκειμένου να εξατομικευθεί, συνιστώσα σαφώς ενοχή είδους κι ουχί γένους, που βγάζει μάτι ότι μετρήθηκε, σχεδιάστηκε, τοποθετήθηκε και εντέλει κούμπωσε με ακρίβεια και μεράκι (και συνήθως ένα σκασμό λεφτά) πάνω στις ιδιόμορφες ανάγκες του όποιου την παρήγγειλε και η οποία επουδενί θα μπορούσε να συγκριθεί προς το αγοραστό τυπικών γιουνιβέρσαλ διαστάσεων πράγμα.

  1. Γιώργος: Πλάτωνα έβαλα το γαμιστερό "Χ" ηχοσύστημα στο πέρσοναλ για να κάνουμε την κάθε διαδρομή πανηγύρι. Καλό;
    Πλάτων: Πλάκα κάνεις!; Αυτό έχει μεγαλύτερα ηχεία από τη μπάκα μου, που τα χώρεσες;
    Γιώργος: Μην ξεχνάς σαμπγούφερ, πυκνωτές και ενισχυτές. Κουστουμιά στο πορμπαγάζ. Πλέον θα παίρνεις τις βαλίτσες στα πόδια σου.
    Πλάτων: βάλε και χαντρολαίμι, θα στο ματιάσει κάνας κάγκουρας.

  2. Πλάτων: #!@^@@ το τάμπλετ μου μέσα.. μα δεν πουλάει κανείς #$!!%^ μια @^$&* θήκη για οθόνη 12,1";
    Γιώργος: Εμ πήγες και πήρες ό,τι πιο γκουμούτσα κυκλοφορούσε. Μόνο κουστουμιά σε βιοτεχνία αδερφέ.
    Πλάτων: Μήπως να πουλήσω και το τάμπλετ για να ράψω τη θήκη;
    Γιώργος: Εγώ φταίω.

Βλ. και καστομιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στον πληθυντικό του κλειδιού, αλλά στην κακόβουλη συνήθεια ορισμένων να βγάζουν τα απωθημένα τους γδέρνοντας αυτοκίνητα με κλειδί ή κατσαβίδι.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες (συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες) λεβέντηδων που προβαίνουν σε κλειδιές ή κατσαβιδιές:

  • Οι αγάμητες κοπμπλεξάρες: η κλιμακούμενη οικονομική κατάρρευση και η κυρίαρχη ιδεολογία του λαϊκισμού απενοχοποιούν και τροφοδοτούν τον φθόνο προς τους λιγότερο αναξιοπαθούντες που ακόμα κυκλοφορούν με τσίλικα τουτούνια (βλ. πρώτο παράδειγμα).
  • Οι κακώς εννοούμενοι βιτζιλάντες (μασκοφόροι και μη): αυτάρεσκα τιμωρούν όσους νταλάρες σταθμεύουν παράνομα ή απερίσκεπτα, παρεμποδίζοντας πεζούς, αμέα, κ.ταλ.. Στην πράξη ξεπερνούν σε γυφτιά τα θύματά τους κατά πολλά κιλά μαλακίας (βλ. δεύτερο παράδειγμα).

Καταγράφουμε για λόγους πληρότητας τις περιπτώσεις θυμάτων κλινικής ιδιωτείας που λόγω δεισιδαιμονίας κάνουν κλειδιές στα γίδια τους τα αμάξια για το μάτι.

Εκ του κλειδιού και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -ιά.

1.
Αν σε ένα όχι ιδιαίτερο αυτοκίνητο όπως το δικό μου (sx4) γίνονται αυτές οι ζημίες, οι οποίες πλέον δεν με πολυενδιαφέρουν αφού το έχω πάρει απόφαση, σε ένα καλλίτερο και ακριβότερο αυτοκίνητο τί θα γίνονται; Κλειδιές, ξυσίματα, βαθουλώματα. Αξίζει να δίνεις μια περιουσία και να φθείρεται κακόβουλα και μη από ζώα χωρίς ίχνος συνείδησης;

2.
Στο πρόβλημα των κάφρων που παρκάρουν λες και βρίσκονται στην στάνη τους, η λύση είναι μια και βρίσκεται στις τσέπες όλων μας. Τα κλειδιά του σπιτιου!!!!!!!!!!!!! Λύση δοκιμασμένη και σίγουρη. Μην κουράζεσαι, μετά από μια ''κλειδιά'' στην λαμαρίνα ούτε να το σκεφτεί να το ξαναπαρκάρει εκεί. Όλα τα άλλα είναι ημίμετρα, δυστυχώς

3.
Στο εξωτερικό δεν κάνουν κλειδιές (δεν έχει κακοήθεις Έλληνες που λεν να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα) και έχουν συνήθως κλειστά παρκινγκ για αυτό είναι ενάντια στις κουκούλες και φυσικά δίκιο έχουν! Στην Ελλάδα πιστεύω δεν ζηλεύουν το καλό αυτοκίνητο, αλλά τον εργατικό ιδιοκτήτη που το προσέχει ασχέτως κόπου. Απόδειξη όταν είναι τρακαρισμένο και ρυπαρό, κανένας δεν το γρατσουνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκουρμεδιά: το ψαγμένο μεζεκλίκι, σιαγμένο με προσεγμένο τρόπο κι από σωστές πρώτες ύλες. Σαν σλανγκιά που είναι, η γκουρμεδιά δεν περιορίζεται ντε και καλά στις λεπτές κι ανέραστες γεύσεις των κατά Ζουράρι εκλεκτοφάγων. Αποτελεί τον κοινό τόπο εστίασης των ντελικατέσεν με τους ντερλικατέσεν.

Οι γκουρμεδιές βέβαια προσαρμόζονται στην εποχή. Άφθονα ρέουν τα σάλια της γκαγκαδιάρας θειάς μου κάθε φορά που μού διηγείται για πρώτη φορά τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις για σκατωμένη πατσά του μπαϊλντισμένου από χαβιάρι και σολομό πλην μερακλή Βασιλιά Παύλου. Τι να σου κάνει ο έρμος, ζούσε σε εποχές που μεσουρανούσαν γκουρμεδιές με κωμικά ονόματα όπως μπιτοκ αλα ρους και βολ-ω-βαν. Νοσταλγοί των Γλιξβούργων, γεροντόφιλοι και ταξιδευτές του χρόνου μπορούν ακόμα να τις αναζητήσουν σε εστιατόρια τ. Blue Pine και L' Abreuvoir.

Η ΠΑΣΟΚική λαίλαπα (με όλα τα Κωστοπούλεια συμπαρομαρτούντα) μοιραίως σημάδεψαν το γκουρμεδιάρικο γίγνεσθαι. Η χωριάτικη πέρασε τη σκυτάλη στη σαλάτα του σεφ που, με τη σειρά της, την πέρασε στην καισαρική τοιαύτη. Απόλυτη γκουρμεδιά των ογδόνταζ η θρυλική σάλτσα ροκφόρ του Επίκουρου. Επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού ανακαλύψαμε δειλά-δειλά τις λιαστές τομάτες, τη ρόκα, το μπαλσάμικο και φυσικά την χιλιοτραγουδισμένη αστακομακαρονάδα. Καθώς και διάφορες εισαγόμενες γκουρμεδιές τ. σούσι, τάπας, μάπας, κτλ. Μπροστάρηδες στον αγώνα εκσυγχρονισμού ο μακαρίτης Klaus Feurbach του Bajazzo, ο καινοτόμος Χρύσανθος της Ντομάτας (και μετέπειτα του Αριστερά-Δεξιά) κ.ά. γαστρονομικές δυνάμεις.

Επί Γιωργάκη οι μεταλλαγμένοι σε μηκυό πλέον ιθαγενείς ξέθαψαν με την ευγενική κοροϊδία των κ.κ. Βοθρίνι, Λαζάρου, Σκαρμούτσου και Μαμαλάκη τις εξιδανικευμένες ρίζες μας: κρόκο Κοζάνης και μουστοπιπεριές Φλωρίνης, κικιτσόπιτες από τα Ζαγοροχώρια με προσούτο Ευρυτανίας και μανιτάρια Γρεβενών (σ.ς. με τα οποία μέχρι πρότινος έτρεμε το φυλλοκάρδι μας), λούντζα Τήνου και σύγκλινο Μάνης, «αρσενικό τυρί» από τη Νάξο και κατίκι Δομοκού, στραπατσάδες και παστιτσάδες, χριστόψαρα και πεσκανδρίτσες, γαρίδες Αμβρακικού και κωλοχτύπες. Έχοντας γκώσει από την πολλή ρόκα, ο μεταγκουρμεδιάρης κατέβαζε το κότσι ρινόκερου με κουλί από σταμναγκάθι ωσάν γατοκέφαλο...

Έλα όμως που σκάσανε τα δανειοδάνεια και τα γαμοδάνεια, πλάκωσαν οι τροϊκανοί με τα μνjημόνιά τους και το αεροπλανάκι προσγειώθηκε κομματάκι απότομα (τους διεθνείς τοκογλύφους μου μέσα!). Τα μπικίνια πάπαλα, τα κεφάλια μέσα, αλλά ρε πστ η κρίση θέλει καλοπέραση. Κι έτσι ο Έλλην γκουμεδιάρης επέστρεψε στα βασικά: κάνα βρώμικο σούβλακο με σως για να γλιστράει, κάνα σπληνάντερο να λιγδώσει λίγο τ' άντερο μέχρι να κόψει ο sexy Alexi κάνα γκέουρο.

- Γκουρμεδιά στη στιγμή για αυγά «μάτια»

- Ενάντια σε όλη αυτή τη γκουρμεδιά που έχει πέσει τελευταία, έχετε καμιά βαρβάτη, παραδοσιακή και μπρουτάλ συνταγή...

- Είχατε και στο χωριό σας «γκουρμεδιές»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προχωρημένο, το προχώ, η μπροστινιά, αυτό που δεν είναι ξεπέ.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Στις επερχόμενες εκλογές προτίθεμαι να στηρίξω τον κύριο… Τζήμερο. Μιας που είναι hip και λέει “sorry” και λέει τα ίδια που λένε οι σόφρωνες, αλλά πιο μοδάτα και αν μπει στη Βουλή, μπορεί να τους φλομώσει στην προχωρημενιά, αλλά θα στηρίξει κυβέρνηση, για να μπορεί να πέσει για ύπνο, ξελαφρωμένος κι ο Μανόλης ο Καψής. (Εδώ).

  2. Και σκηνές εξωγήινου ναυαγίου, ενδεικτικές ως προς τη συγχυσμένη μελοδραματική προχωρημενιά των δημιουργών, όπως αυτή του βιασμού του Προμηθέα Αλειφερόπουλου σε ένα περίεργο gay, straight, lesbian club 'διαστημόπλοιο' (Εδώ).

  3. Εδώ, πέρα από την καθησυχαστική, υπόλευκη απόχρωση των επίπλων, τα φωτιστικά με τα κουταλοπίρουνα, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες με παιδάκια και τα μαγειρικά σκεύη στους τοίχους που θα μπορούσε να είναι μια ακόμη κλισέ -δήθεν προχωρημενιά- διακοσμητική επιλογή για μοντέρνο οινομαγειρείο τύπου Γαρύφαλλο (στ' αυτί), η ουσία είναι αλλού. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του δηθενιά, δηλαδή το αυθεντικό, δη ρήαλ θινγκ, δη ρήαλ σταφ, το πραγματικό και όχι φαντασιακό, επιτηδευμένο, γιαλαντζί ή ντεμέκ. Εκ της αγγλικής λέξης original και της σλανγκικής κατάληξης -ιά. Κάτι, δηλαδή, που έχει κερδηθεί με πόνο και πίκρα. Ως μέρος είναι ό,τι δεν έχει προλάβει να γίνει τουριστίκλα, ούτε δηθενάδικο.

  1. Μάλλον. Παραδοσιακά και διεθνώς οι πιο ρηξικέλευθες μουσικές τάσεις του 20ου αιώνα ξεπήδησαν από την κοκκινότουβλη βροχερή εργατιά του Μάντσεστερ, τα βρώμικα στενά του Ανατολικού Λονδίνου, τα γκέτο του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, το μαύρο περιθώριο του Σικάγο και της Λουιζιάνα. Κοινός παρονομαστής η απόγνωση, η αντίδραση, η απόδραση. Μα και στην Ελλάδα, το ίδιο: τα πιο διαχρονικά μας ρεύματα δημιουργήθηκαν από χασικλήδες στη φυλακή ή από κατατρεγμένους στη δικτατορία. Όταν μεγαλοπιαστήκαμε, κάναμε τον Καρβέλα συνθέτη και το Φοίβο περιζήτητο.
    Παρότι η Αθήνα του 2011 δεν έχει την οριτζιναλιά του Μάντεστερ του 1980 ή της Νέας Ορλεάνης του 1910, έχω μια αίσθηση και μια κρυφή ελπίδα ότι σιγά σιγά ο Έλληνας μαθαίνει να αναγνωρίζει την ψευτιά και την ευκολία και αρχίζει να εκτιμά αυτό που αποκτάται δύσκολα. Αλλά είναι αυτό τελικά που μένει. Στην τέχνη και στη ζωή. (Εδώ).

  2. αν θελεις οριτζιναλια,τοτε θα πληρωσεις σε ολα τα επιπεδα......(Εδώ).

  3. και η πατατούλα οριτζιναλιά και το μισόκιλο χυμα λευκο 1.20 !!!!!!!!!! αναψυκτικό κουτι νομίζω 0,80. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε παντελώς καμένο αντικείμενο, υποκείμενο ή πράξη. Για να μην ταυτολογούμε όμως:

  1. - nasos3: ΕΧΟΥΜΕ 4 ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΞΗΣ 9 9 9 9 ΚΑΝΤΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΞΗ ΜΕΤΑΞΥΤΟΥΣ (ΑΡΙΘΜ.ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ) ΠΟΥ ΝΑ ΔΙΝΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ 100. 99+9/9=100 ΕΚΑΝΑ ΚΑΜΕΝΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
    - Diavolos: Τι είναι τα ΚΑΜΕΝΙΑ ;
    - nasos3: KAMENIA=KAILIA=AKYRH KATASTASH=LATHOS
    (εδώ)

  2. - johnbev: Armenis αγορι μου εισαι βλαμενο; τι ειναι αυτή η καμενια;;;;;;;;;
    - johnmax: τελειως καμενια φιλεεε..χαχαχαχ
    (Σχόλια για φιλμάκιο στο συσιφόνι, στο φόρουμ του Scooter Club Hellas)

  3. - Destroy All Astromen! peite mou oti autous tous kserete k egw tous anakalipsa twra da giati alliws tha aporisw me tin epitixia autou tou thrent. theiki serfadiki kammenia i mallon o orismos autis. akouste opwsdipote k opws proskinisete edw pera!
    (σχόλιο στο φόρουμ Πάνκηδες-Σερφάδες-Σαϊκομπίληδες και λοιποί του διαβόλου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμάτι τύπου Iron Maiden.

Και τι εννοούμε; Οι Maiden, κάνοντας αυστηρότατη κριτική (ο γράφων είναι τεράστιος fan) είναι κάτι σαν τους Πυξ Λαξ του είδους τους. Για την ακρίβεια αποτελούν το εμπορικότερο σκέλος του New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM) που έσκασε μύτη το σωτήριον έτος 1980 στα δισκοπωλεία. Οι άλλοι δύο εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού κινήθηκαν είτε σε πιο ροκ ήχους (Saxon) είτε σε πιο εξεζητημένες κλίμακες (Def Leppard) και ακολούθως πιο φλώρικους ήχους (λόγω του ακρωτηριασμού του χεριού του ντράμερ κυρίως). Οι Maiden, και κυρίως ο βασικός δημιουργός και μπασίστας Steve Harris, ακολουθώντας τα βήματα του μέντορά του Phil Lynott, του ανθρώπου που έβαλε στο ροκ τις κιθάρες σε primo-secondo για πρώτη φορά (μαζί ίσως με τους Wishbone Ash), έπαιξε σε έναν άδειο χώρο και κυριάρχησε.

Οι μαιηντενιές λοιπόν έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. απλές αιολικές κλίμακες,
  2. καθαρές μελωδίες, γρήγορες το πολύ μέχρι 1/16,
  3. πρίμο-σεκόντο οι κιθάρες πάνω στη βασική μελωδία με καθαρό distortion (χωρίς πολλά πρίμα και ξύσιμο).

Πάντως, είναι αξιοσημείωτο, το γεγονός ότι ενώ το είδος αυτό μουσικής ήταν πρόσφορο για αντιγραφή, οι μαιηντενιές από άλλα συγκροτήματα παραμένουν μεμονωμένα κομμάτια σε κάποια άλμπουμ, και κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να βγάλει ένα ολόκληρο με ήχο maidenίζοντα.

Ρε συ, άκουγα Thin Lizzy τις προάλλες! Γαμώ τα συγκροτήματα, όλο κάτι μαιηντενιές παίζανε!
— Ρε πιτσιρικά ανιστόρητε και ιερόσυλε, οι Maiden έμαθαν από τους Thin Lizzy!
— Ωπ. Σόρυ, δάσκαλε! — Αύριο με τον κηδεμόνα σου!

"Με είπε Πλιάτσικα ή μου φάνηκε;" (από Sasa, 10/03/10)Βρείτε τις κρυμμένες μεϊντενιές (από vikar, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified