Ναυτική αργκό για άπαρτο μπάζο ή για σμήνος σβούρων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Όρμος Παροπλισμένων Πλοίων, του Πολεμικού Ναυτικού, όπου μισοβουλιάζουν κάτι ρημαδιασμένοι κι αναξιόπλοοι σκυλοπνίχτες, μέχρι να βρεθεί τριτοκοσμική χώρα που θα ζητήσει να τα αγοράσει, (όπως κάναμε κάποτε κι εμείς με τα Λίμπερτυ)!

Εννοείται ότι τα σκάφη έχουν απογυμνωθεί από χρήσιμο εξοπλισμό, από τους αετονύχηδες πιλάφαρους, που τον πουλάνε όξω.

- Όπα, να και τα μωράαααα! Τί λες, τα χτυπάμε;
- Ποιά ρε; Τα ο.π.π.; Καλά γκαβός είσαι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις;
- Πολύ φίλε...
- Ε καλά, τότε πάμε, να βελτιωθεί κι η όρασή σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified