Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.
1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...
Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.
1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.
Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.
(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)
- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...
Got a better definition? Add it!