Είναι τα ελλήνικος, ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο επίθετο στον πληθυντικό. Έτσι υποτίθεται ότι λένε τα ελληνικά, δηλαδή την ελληνική γλώσσα ή ό,τι ελληνικό, οι Ελληνοαμερικάνοι από δεύτερη γενιά και πέρα. Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται κάπως όπως το Ελλάντα, για να δηλώσει την αλλοτρίωση είτε του ομογενή στο εξωτερικό είτε και του εν Ελλάδι νεοελληνέζου, όταν λ.χ. δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει καλά την ελληνική γλώσσα, γράφει σε γκρήκλις χρησιμοποιώντας ξενικές συντάξεις κ.ά.

Ρε παλλικάρι, όποτε μπορέσεις γράψε μάς τα στα ελληνικά χωρίς γκρίκλις και άσε τα ελλήνικος, μας έχεις βγάλει τα μάτια! (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified