- Γδέρνω κάποιον κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δηλαδή του αφαιρώ πολλά λεφτά ή τον κατατροπώνω σωματικά ή λεκτικά.
«Με ξεπέτσιασε η θεια Χρίσταινα. Κόντεψε να μου πάρει τα μισά. Προξενήτρα είναι αυτή ή λαιμητόμος;» (Εδώ)
2.Γδέρνω το πέος μου από υπερβολικό αυνανισμό, αυνανίζομαι. Συνήθως ως τον έχω ξεπετσιάσει.
Πρέπει να βρει γυναίκα επειγόντως, γιατί τον έχει ξεπετσιάσει.