Γίνομαι ή ξαναγίνομαι φίλος με κάποιον που πριν ήμασταν τσακωμένοι ή παρεξηγημένοι. Σταματάω να είμαι φίδι. Κλίνεται κατά το αποφοιτώ και, έτσι, ανάλογα παράγονται οι λέξεις αποφίδηση, απόφιδος κτλ.

1) - Κάνουν παρέα η Μαρία με την Ευτέρπη ρε; Αυτές δεν ήταν τσακωμένες;
- Ήταν, αλλά η Ευτέρπη βοήθησε την Μαρία να βρει σπίτι και έτσι αποφίδησε
2) Θα πάμε για μπίρες τέσσερεις φίλοι και ένας απόφιδος από το σχολείο, θα έρθεις?
3) Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που παίξαμε ξύλο που μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για συμφιλίωση και αποφίδηση μεταξύ μας

Got a better definition? Add it!

Published

Το κείμενο που γράφεις υπό την επήρεια αλκοόλ ή ελαφρών ναρκωτικών ουσιών, συνήθως μοιράζεσαι στα κοινωνικά δίκτυα και, το πιθανότερο, μετανιώνεις μόλις ξεσουρώσεις.

- Μού 'ρθε μια ειδοποίηση για ένα κομμάτι από Eddie Vedder που ανέβασε ο Παυλάρας αλλά δε μου βγάζει τίποτα, τι φάση;
- Α ναι, ήμουν μέσα όταν το ανέβασε... Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα... Λιαρδογράφημα για την πρώην του ήταν, με σάουντρακ... Μάλλον τό 'σβησε όταν ξύπνησε και τσέκαρε τις ειδοποιήσεις...

Βλ. λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified