SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • γνωστά άγνωστα
  • έκφραση
  • κακοκαιρία

Further tags

  • κλασικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

τον δαγκώνω, την δαγκώνω

Κρυώνω.

Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.

Got a better definition? Add it!

  • γνωστά άγνωστα
  • έκφραση
  • κακοκαιρία
  • κλασικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης

Published 2008-03-18 15:56:52+00:00
Last modified 2015-04-18 11:10:53+00:00

ntanonito

ntanonito

  • 33
  • 3
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.