Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.
Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.
Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.
Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.
Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;
Got a better definition? Add it!
Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)
Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.
Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-
Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))
Got a better definition? Add it!