1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...

Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφήνω κλανιά.

Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.

Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;

Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified