Βρωμοκοπάω άσχημα και ζέχνω σαν ζώο στην ηπειρωτική διάλεκτο.
Από 'ναν πόρδο ζωκοπάει το ύψωμα.
Βρωμοκοπάω άσχημα και ζέχνω σαν ζώο στην ηπειρωτική διάλεκτο.
Από 'ναν πόρδο ζωκοπάει το ύψωμα.
Got a better definition? Add it!
Κλανιά με έντονη μυρωδιά.
Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.
- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified