Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.

(α) -Σου είπα να έρθεις μαζί μας χτες στο club αλλά δεν ήθελες! Εμείς χτυπήσαμε γκομενάκια και συ καθόσουν στο σπίτι! Καλά να πάθεις!

(β) -Έλα ρε το βράδυ, θα είναι καλά, θα χτυπήσουμε και γκομενάκια. -Άσε ρε Γιώργο, αφού όλο έτσι λέμε και ποτέ δεν γίνεται τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified