Η βενζίνη εν συντομία. Από το: Βενζίνη -> Βενζίνα -> Τζίνα.
Η βενζίνη εν συντομία. Από το: Βενζίνη -> Βενζίνα -> Τζίνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.
Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).
Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα
Got a better definition? Add it!