Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση είναι παραφθορά του αρχικού κλάνω μάντρες που σημαίνει το ίδιο (μεγάλη τρομάρα).
Προέρχεται από την επαρχία όπου όταν κάποιος πανικοβάλλεται (είτε γιατί τον κυνηγάει κάποιο σκυλί, είτε γιατί πήγε να κάνει μπανιστήρι και τον ανακάλυψαν), το βάζει στα πόδια και στην προσπάθειά του να διαφύγει πηδάει όποια μάντρα βρει μπροστά του. Λόγω αφενός του ζορίσματος που εμπεριέχει το πήδημα της μάντρας, και αφετέρου του ότι ο πανικός προκαλεί διαστολή του σφιγκτήρα του πρωκτού, είναι πολύ σύνηθες το πήδημα της μάντρας να συνοδεύεται από κλάσιμο (αν όχι τίποτα χειρότερο).
Εχτές το βράδυ πήγα να κλέψω μήλα από τον κήπο του παπά αλλά άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός κι έκλασα δέκα μάντρες!
Got a better definition? Add it!