Το πάθημα, η απάτη, η ταλαιπωρία στην οποία μας υποβάλλει κάποιος. Από το τουρκικό «huner» που σημαίνει επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, τεχνική. Το λλέμε πολλύ στο Βορρά.

Κατ' επέκταση μπορεί να σημάνει και την εκδίκηση, ή την τιμωρία.

Τί χουνέρι μου έκανε πάλι η προκομμένη η κόρη σου, ξέρεις; Βγήκε προχτές με τις τρελές τις φιλενάδες της και δεν πήγε το πρωί να δώσει Ισπανικά γιατί κοιμόταν, η κατσίκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified