Γκόμενα που πάει κάπου κουνιστή. Από το «σεινάμενη», δηλ. το «σείομαι», «σείεμαι». Και το «λυγάω», όπως «λυγάω την μέση». Γενικά, για κάποια που κάνει τα γλυκά μάτια, θέλει να προσελκύσει την προσοχή κ.ο.κ. Υπάρχει και ο κουνάμενος σεινάμενος, που είναι μπούστης.

- Για πού τό 'βαλες σεινάμενη λυγάμενη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified