Ένας ευραίως χρησιμοποιούμενος τρόπος για να πεις Εβραίος.

Αμερικάνος είναι αυτούνος ή Οβραίος κατά βάθος;

Kαίτη (από BuBis, 30/06/09)(από BuBis, 30/06/09)(από BuBis, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενέχυρο, η υποθήκη. Το αντικείμενο που δίνεται ως εγγύηση για δάνειο.

Η έκφραση «κρατάω κάτι αμανάτ» σημαίνει κυριολεκτικά κρατώ κάτι ως εγγύηση. Και, μεταφορικά, κρατώ αμείωτη την διάθεση και περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με έχει βλάψει. Δηλαδή του το κρατάω, του το φυλάω, μνησικακώ.

«Μένω αμανάτι» σημαίνει μένω μόνος, εγκαταλείπομαι, μένω χωρίς κανένα στήριγμα.

Τουρκική λέξη amanat και emanet για την κατάθεση, την παρακαταθήκη.

Στο Δ.Π. από την Μες.

  1. Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει αμανάτι.

  2. Θυσιάστηκε για όλους και τελικά έμεινε αμανάτι. Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που πάει κάπου κουνιστή. Από το «σεινάμενη», δηλ. το «σείομαι», «σείεμαι». Και το «λυγάω», όπως «λυγάω την μέση». Γενικά, για κάποια που κάνει τα γλυκά μάτια, θέλει να προσελκύσει την προσοχή κ.ο.κ. Υπάρχει και ο κουνάμενος σεινάμενος, που είναι μπούστης.

- Για πού τό 'βαλες σεινάμενη λυγάμενη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό basse classe, που σημαίνει κατώτερη κοινωνική τάξη, το μπας κλας παίρνει την κατάληξη -αρία και γίνεται «μπασκλασαρία».

Η κατάληξη «-αρία» είναι πολύ συνηθισμένη στην μεταφορά ξενικών στην ελληνική καθομιλουμένη, λ.χ. kitsch- κιτσαρία, snob- σνομπαρία, αλλά και ελληνικών, όπως πουτσαρία, ψωλαρία.

Μπασκλασαρία είναι κάτι πολύ φτηνής, τραγικής ποιότητας, που θεωρούμε καλό να το σνομπάρουμε.

- Πάλι μ' αυτούς τους λαϊκούς κάνεις παρέα, τις μπασκλασαρίες; Θα σε φάει η λαϊκουριά! Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες ένα άλφα επίπεδο...

Τhe Who - Magic Bus (από allivegp, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στην κανονική του ζωή είναι μάτσο, πρώτη μούρη στο Καβούρι, και συνήθως ομοφοβικός, ενώ στην σκοτεινή του ζωή, το ξεσκονίζει το κομοδίνο, σαν την καλύτερη καμαριέρα!

- Τι γίνεται ο Τάκης; Έπιασε και δεύτερη δουλειά; Όλη μέρα δουλεύει στην φίρμα, και το βράδυ δουλεύει και στο ξενοδοχείο;
- Τι να κάνεις; Είναι σκληρή η οικονομική κρίση! Φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα!
- Υπονοείς ότι προσφέρει και άλλου είδους υπηρεσίες;
- Ακριβώς! Τις αλλάζει τις πετσέτες!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδελιάρικο ποδανό για το «δίνει κώλο». Το ακριβές ποδανό είναι λόκως, αλλά για να μοιάζει με ουσιαστικό γίνεται λώκος.

Στέκει και χωρίς το «δίνει», για τον κώλο, σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Υπάρχει και το «την μώγα απ' τον λόκω».

Γιατί δεν ρωτάει κανείς τους άντρες τι πρέπει να έχει η γυναίκα;
Μήπως επειδή η απάντηση είναι μόνο ΜΙΑ; «Να δίνει λόκω»!

Από το φόρουμ της Νεολαίας Ορθόδοξου Συναγερμού.

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί, η μπούτσα, ιδίως άμα είναι βαριά σαν του τσολιά.

Ξεκινάει μια βαριοπούλα, ωχ, στο γιαλό, ωχ, στο γιαλό!

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικό αθλητικό σύνθημα από το Euro του 2004, που άφησε εποχή. Όχι να το παινευτούμε, σκοράρουμε λίγο, αλλά όταν σκοράρουμε, η πούτσα μας είναι βαριά!

Είναι βαριά η πούτσα σου τσολιά μου.
Τόσο βαριά που σπάει και καρύδια.
Γι' αυτό πρόσεχε, κοντά σου έχεις δυό.
Και για πες μου τώρα εσύ, τι θα γίνει
όταν στον πόλεμο θα πας για να σκοτώσεις;
Μην σούναι εμπόδιο το τεράστιο καυλί σου;
Γι' αυτό να μην σου σηκωθεί προσπάθα
όταν κοιτάζοντας του Νίκου την ποδάρα.
και του Μιχαλιού την ψωλάρα
σου έρθει να του την χώσεις στο κωλί του.

Ποίημα από μπλογκ.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει και «γαμώ».

Υπήρχε ένα παλιό ανέκδοτο πριν από χρόνια:
- Πώς λέγεται ο Ολλανδός σεξολόγος;
- ;
- Βαν Χώστεν!

Got a better definition? Add it!

Published