(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified