Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.
Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».
Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.
-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!
-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;