(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.
Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.
-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε...
-Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!