Ικανός, επιτήδειος, καταφερτζής σε κάτι, κατά τρόπον ώστε να προκαλεί το θαυμασμό, τσίφτης. Αυτός ο θαυμασμός, σε συνδυασμό με την ακουστική της λέξης, φέρνουν την έννοιά της κοντά σ' αυτήν του μάγκα. Ωστόσο, πρόκειται για σύμπτωση.
Η λέξη προέρχεται από το ιτ. maggiore / αγγλ. major = ταγματάρχης.
Το θηλυκό είναι μαγκιόρα ή μαγκιόρισσα. Σημαίνει το ίδιο.
Παράγωγο επίθετο: μαγκιόρικος, -η, -ο. Εδώ η σημασία έχει συμπέσει τελείως με αυτήν του μάγκικος.
- Γεια σου ρε Γιάννη Αραμπατζή
που 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.
(Μ. Βαμβακάρης: «Κάν' τονε Σταύρο»)
Τι έκανε ρε το άτομο; Από δω τα 'φερε, από κει τα 'φερε, από κει που τους είχε φάει τα φράγκα στο τέλος τους έκανε να του ζητάνε και συγγνώμη! Είναι μαγκιόρος ο πούστης!
-Αυτά τα δήθεν μαγκιόρικα, «άμα λάχει» και «δικέ μου» και δεγκζερωτί, όχι εδώ μέσα.
-Καλά ρε πατέρα, δεν είπαμε και τίποτα!