(Χιουμοριστικόν): Το κατά μόνας κανάκεμα της κοκκώνας τινός, προσιδιάζον τον (ατελή) αυνανισμό. Δηλαδή, πρόκειται περί ομιλούσης ημιμαλακίας, προς αβγάτισμα του μεγέθους της ζουφώσασας -ένεκα αχρησίας- τσουτσούνας και για λόγους αποκαταστάσεως της τρωθείσης αυτοεκτιμήσεως.
Τα ταχταρίσματα ή νταχτιρ(ι)ντίσματα που κάνανε οι μανάδες / παραμάνες στα βρέφη, είναι γνωστό αντικείμενο της λαογραφίας, άλλωστε διδάσκονταν μέχρι πρότινος και εις το σχολείον (βλ. ανθολόγιο πράσινο και κίτρινο), π.χ.
[i]«νταχντιρ(ι)ντί του λέγανε και δε μου το παντρεύανε (κ.τ.λ.)», «το παιδάκι μου το ρούσο να το πλύνω να το λούσω (κ.τ.λ.)» κ.α.[/i]
Εις πλείστους πολιτισμούς, η λουλού προσωποποιείται ως υποκείμενον: φίλος, παιδί, ή αντικείμενον: φίδι, χοιρινόν, γαριδάκι, λουκάνικον, σπάθη, λάσο, σφενδόνη, λάστιχον, κορδόνι, πτηνόν και εν πάσει περιπτώσει (τόση κι άλλη τόση) οι Γάλλοι την αποκαλούν με τον μη κολακευτικό όρο: «mon petit frere» (ο μικρός μου αδελφός).
Τα ταχταρίσματα δεν πρέπει να συγχέονται με τα νανουρίσματα, γιατί αυτά έχουν ως σκοπό να αποκοιμηθεί το βρέφος (και να ησυχάσει η μητέρα), ούτε με τους Ταχτατζήδες (κρυφοχριστιανούς της Ανατολίας που πετσοκόψανε οι νεότουρκοι). Είναι δε άγνωστο, εάν οι μανάδες έλεγαν στο παρελθόν λιγότερα νανουρίσματα, εφόσον δεν τα χρειάζονταν, δεδομένου ότι πότιζαν τα παιδάκια με λάβδανο ή αφιόνι, π.χ. ακόμα και μέχρι πριν καμιά 50αριά χρόνια στην Κρήτη ή στη Μακεδονία που το έλεγαν μάκο (=μήκων-η υπνοφόρος-στα-ντόπια) για να ξεραθούν.
Εν προκειμένω όμως, το ζητούμενο δεν είναι η ύπνωση, αλλά τουναντίον η αφύπνιση της τσαπούς ταις παραινέσεσιν οίκοθεν ταχταρισμάτων, ελλείψει στοργικής αντισυμβαλλομένης...
Ας θυμηθούμε το γνωστό ανέκδοτο με τον εν λεωφορείω μαλακισθέντα οδηγόν, άδοντα το «αχ κουνελάκι-κουνελάκι», προϊόντος του προκεχωρημένου της ώρας, δεδομένου ότι έδει μαλακισθήναι εις τας πέντε ακριβώς ίνα μεγεθύνη το μόριόν του, κατ' ιατρικήν επιταγήν, όπως άλλωστε και η πληροφορήσασα αυτόν περί του προκεχωρημένου της ώρας επιβάτις, ήτις βυζεμαλακίζετο, προκειμένου να αυξηθή ο όγκος των ημιυπαιθρίων της, άδουσα το «μια ωραία πεταλούδα»(!)
Επί παραδείγματι, ιδέ γνωστόν σχολικό ποίημα, δίκην ταχταρίσματος:
[i]«Ω πούτσα μου πώς κατήντησες, εσύ σε τέτοιο χάλι,
που όταν έβλεπες μουνί, γινόσουνα μεγάλη;
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω-κάτω
και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο.
Τώρα, κλεισμένη στο βρακί, δε μου ζητάς παιχνίδια,
μόνο που αναπαύεσαι στα ένδοξά σου αρχίδια.»[/i]
Μεταφορικώς το ταχτάρισμα εξομοιούται προς την μαλακίαν, ήτοι σημαίνει: κωλοβαράω, μαλακίζομαι, πουτσίζω, ψωλάρω, τον παίζω = είμαι άεργος, οκνός, νωθρός, κωλυσιεργώ κ.τ.λ.
Σημείωση: Η «κολλεχτίβα» παρά τοις εξορισθέσιν εις ξερονήσα διστειχισμένους κομονισταίς εργάταις, εξελαμβάνετο ως «κωλοχτύπα»...
(Συνεργείο)
- Την έλυσες τη μηχανή;
- Τώρα, να αυτό κάνω...
- Τόση ώρα; Απ' το πρωί κάθεσαι εκεί πέρα μόνος σου και την ταχταρίζεις; Έλα κάνε γρήγορα και μας έχει φύγει η μαγκιά στη δουλειά!