Εϊτίστικη δαλιαννίδεια αργκοτική λέξη, που σημαίνει: «Τα 'χασα», «με ξάφνιασες», «με ξενέρωσες», «εξεπλάγην».

Δεν χρησιμοποιείται πλέον (αν ποτέ χρησιμοποιήθηκε και δεν είναι αποκύημα παρεΐστικης μαλακολογίας των θαμώνων του «Κίτρινου Σκίουρου» στο άλσος Ιλισίων).

Συνώνυμα: Μου πέσανε τα μαλλιά, έμεινα Τσάκωνας, φρικάρισα, με κούφανες, γιου κουφ μη μπέιμπι! κ.ά. Σημειωτέον, την δεκαετία του '80-'90 υφίστατο μπιλιαρδάδικο-ουφάδικο στα Ψηλαλώνια Πατρών, ονόματι «Η Κουφαμάρα»(!)

Συνήθως, ο πρωταγωνιστής καραφλιάζει, όταν του λέει κουφά ο γέρος του, που του τη σπάει γιατί δεν έχει (λέει) να του δώσει δυο καφετιά , που του ζήτησε να πάει με τη μηχανή του Μπαρμπαρέλλα, Αυτοκίνηση και Ντόριαν Γκρέη, προκειμένου να ρίξει μια γκόμενα που είναι φάση και του την δίνει για να κάνει κατάσταση μαζί της κ.τ.λ. - κ.τ.λ.

Η συνέχεια επί της οθόνης...

- Ρε Μήτσο, ξηγήσου ρε τη μηχανή σου, να πάω μέχρι του Ξεφτέρη! Κάνει πάρτυ απόψε στο στέκι με κάτι τουρίστριες, αφασία δικέ μου!
- Αφού ρε θα μου τη στουκάρεις πάλι πουθενά και θα μείνω ρέστος. Μη με φρικάρεις δικέ μου, προσέχεις;
- Τώρα με καράφλιασες δικέ μου! Κρίμα ρε και δε σ' είχα για τόσο ούφο...

Αν ήσουν άλλος (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified