Παλιά, ογκώδης και ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα.

- Με τη μηχανή θα πάει Κόρινθο;
- Ποια μηχανή... Με τη μπουργκάνα που έχει, ούτε αύριο δεν θα φτάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φθορά (ξεχείλωμα) λόγω τριβής σε μηχανικά εξαρτήματα κυρίως σε συστήματα στεγανοποίησης, π.χ. τσιμούχες. Η υπερβολική και μη επισκευάσιμη μπουργάνα λέγεται και κόφα.

Ο άξονας της προπέλας έστρεφε έκκεντρα και μπουργάνεψε τη σαλαμάστρα (τσιμούχα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.

  2. Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.

  1. - Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.

  2. - Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.

  3. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάσα χορδή του τρίχορδου μπουζουκιού

Αν ξέρεις τις νότες στο καντίνι (της Re πρίμα), ξέρεις και τις νότες της μπουργάνας (της Re μπάσας).

Got a better definition? Add it!

Published