Παλιά, ογκώδης και ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα.
- Με τη μηχανή θα πάει Κόρινθο;
- Ποια μηχανή... Με τη μπουργκάνα που έχει, ούτε αύριο δεν θα φτάσει.
Παλιά, ογκώδης και ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα.
- Με τη μηχανή θα πάει Κόρινθο;
- Ποια μηχανή... Με τη μπουργκάνα που έχει, ούτε αύριο δεν θα φτάσει.
Got a better definition? Add it!
Η φθορά (ξεχείλωμα) λόγω τριβής σε μηχανικά εξαρτήματα κυρίως σε συστήματα στεγανοποίησης, π.χ. τσιμούχες. Η υπερβολική και μη επισκευάσιμη μπουργάνα λέγεται και κόφα.
Ο άξονας της προπέλας έστρεφε έκκεντρα και μπουργάνεψε τη σαλαμάστρα (τσιμούχα).
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.
Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.
- Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.
- Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.
- Τι έγινε, πώς είσαι;
- Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.
Got a better definition? Add it!