Φτύνω, ή «έχω στο φτύσιμο» κάποιον /-α: κοινότατος, θεμελιακός σλανγκισμός που χρησιμοποιείται σε πληθώρα καταστάσεων και δηλώνει ότι παραμελώ, περιφρονώ κάποιον.
Ως τακτικός ελιγμός, το φτύσιμο χρησιμοποιείται στην τέχνη του γκομενίζειν, όπου αφήνουμε στο άτομο-στόχος να εννοηθεί ότι τον/την έχουμε ξεπεράσει, εφαρμόζοντας επιτηδευμένη αδιαφορία περί το άτομό του/της, για να δούμε πώς θ΄αντιδράσει. Βέβαια, πρέπει να προσέχουμε ώστε να μη περάσουμε τη λεπτή κόκκινη γραμμή και απ΄την πολλή αδιαφορία η όλη κατάσταση πάει περίπατο και θεωρηθεί λύσσαξα, οπότε περνάμε στην περίπτωση κλάνει ο πεθαμένος και το game κηρρύσσεται over.
Δεν πρέπει να συγχέεται με το τα φτύνω, βγαίνω δηλαδή εκτός λειτουργίας λόγω βλάβης.
Συνώνυμο: κλάνω, κλάσιμο, ζαρτ.
Η Καυλάουρα είναι ο χαρακτηριστικός τύπος της γκόμενας-γραμματόσημο: όσο τη φτύνεις, τόσο κολλάει.