Δίσκος σερβιρίσματος βαρέος τύπου.

Κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλες δεξιώσεις όπου το σερβίρισμα και το μάζεμα πρέπει να γίνεται μαζικά. Δύσκολα θα τον πετύχεις σε μπαράκια καφετέριες ή κλαμπάκια καθώς βασικός του τομέας είναι οι μεγαλοταβέρνες, τα εστιατόρια, τα εξοχικά κέντρα και γενικότερα τα μαγαζιά όπου σερβίρεται πολύ φαΐ.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει σαφή υπεροχή έναντι των κοινών. Βασικά προτερήματά του είναι το πηχάκι που βρίσκεται περιμετρικά του δίσκου (ώστε δύσκολα πιάτα ή ποτήρια που φτάνουν στην άκρη του να μπορούν να πέσουν), τα χερούλια που διαθέτει στα δυο άκρα (προσφέρουν ένα καλύτερο τρόπο πιασίματος σε βαριές καταστάσεις) το μέγεθός του και η γενικότερη στιβαρή κατασκευή του.

Απορίας άξια είναι η ετυμολογία του.

– [αγχωμένος] Νίκο! Πού την έχεις την παραμάνα ρε;!
– [πίσω από στοίβα με άπλυτα πιατικά] Έξω είναι, την έχει ο Κώστας και μοιράζει την τούρτα μου φαίνεται...
– Ρε το μαλάκα! Αφού ακόμα δε μάζεψα τα κυρίως* απ' τα τραπέζια...
– [σκουπίζει τα χέρια σε πετσέτα] Για τρέχα! μήπως δεν έχει ξεκινήσει ακόμα...
– Κώστααααα!...

*εννοεί τα πιάτα που περιείχαν το κυρίως πιάτο.

Ακριβώς αυτή. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, η παραμάνα είναι η γυναίκα παρά- / δίπλα στην μάνα, δηλαδή α) η γυναίκα που αναλαμβάνει (επί πληρωμή) τον θηλασμό ξένου βρέφους, η βυζάχτρα, β) η οικοτρόφος που αναλαμβάνει την ανατροφή του παιδιού.

Η έννοια αυτή μεταφέρεται στο τάβλι, όπου η μεν μάνα είναι «η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια», η δεν παραμάνα είναι η δεύτερη θέση δίπλα στη μάνα, παρά τηι μάναι (παρά & Δοτική = γειτνίαση). Το φάγωμα μάνας είναι το ρουά ματ του πλακωτού, το δε φάγωμα παραμάνας είναι εξαιρετική επιτυχία, συνήθως, αλλά όχι πάντοτε ισοδύναμη με διπλό.

Ετυμολογικά trivia: Τελείως διαφορετική είναι η ετυμολογία του παραμάνα με τη σημασία της καρφίτσας: < ιταλικό paramano < ρήμα parare = κοσμώ, στολίζω < λατινικό paro, χωρίς βέβαια να αποκλείεται παρετυμολογική λαϊκή επίδραση. Επίσης, πολλοί ορθογραφούν την μάνα και την παραμάνα με δύο νι (μάννα, παραμάννα), ως ετυμολογούμενα από το μαμμή (δύο μι στα αρχαία, που γίνονται δύο νι στα νέα). Αυτό θεωρείται και η πιο ψαγμένη ορθογράφηση.

- Μου έπιασε την παραμάνα, αλλά μετά του έπιασα την μάνα και του το πήρα διπλό!
- Είσαι μάνα στο τάβλι, τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified