Μια λέξη που φτιάχτηκε και ανδρώθηκε στα ρεμπετάδικα, στα ουζερί και γενικότερα σε μέρη όπου μπουζούκια, βιολιά και πολλών ειδών κρουστά έδιναν μια μουσική χροιά στους δρόμους της Αθήνας, μερικά χρόνια μετά τη κατοχή, οπότε και οι ανατολίτικοι ρυθμοί εισέβαλαν με βία στο μουσικό προσκήνιο.

Μες στης πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά
Αραπάκια το φυλάνε, στον Αλή Πασά το πάνε
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Διατάζει τη φρουρά του, να το φέρουνε μπροστά του
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες στο ντουνιά
με χορό και με τραγούδι, μ’ αγκαλιές και με φιλιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Στην Περσία το χασίσι το πουλάν με την οκά
Στην Αθήνα δεν το βρίσκεις, ούτε και για μυρουδιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, είναι τα λήμματα νέας κοπής του σάιτ, που το αποδομούν το νόημα, κάνοντας ευρεία χρήση μετα(σο)δομιστικών κατηγοριών για να προσεγγίσουν το γεγονός του slanguage. Το αποτέλεσμα είναι συχνά κάτι ανάμεσα σε αποδόμηση του Jacques Derrida και σε ανατολίτικους ρυθμούς ντιριντάχτα ή ντιριντάχ τσουτσού. Άλλωστε, όπως κατεδείχθη από τον θεράποντα του είδους John Black, ο μετα(σο)δομισμός έχει ανδρωθεί (pun intended) στο αραβικό Μαγκρέμπ, όθεν κατάγονται οι Ντεριντά, Αλτουσέρ, Σιξούς και όπου δίδαξε ο Φουκώ. Οπότε το «ντεριντάχντα» για την σάτιρα παρομοίων λημμάτων είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα απλό λογοπαίγνιο του Βράσταμαν, υιοθετημένο από κουλτουροφοβικούς Σλάνγκους παλαιάς κοπής. Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης η σχέση ανάμεσα στην ποστίλα και την ντιριντάχτα αισθητική και είναι συναφές το ερώτημα αν πρόκειται για τον νέο τιραμισουρεαλισμό.

Διάλογοι Σλάνγκων:

- Καλά, τι γυρεύει ο Μισέλ Φουκώ σε ένα λήμμα του σλανγκρ;
- Τίποτα, άρχισαν τα όργανα!
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντεριντάχτα, ντερι-ντεριντάχτα...

- Μα καλά πώς είναι δυνατόν 7 Σλάνγκοι να μου βάζουν 10άστερα και μετά να πέφτει η βαθμολογία στα 4;
- Μάλλον πέρασε κάποιος Σλάνγκος παλαιών αρχών, που δεν του αρέσει η ντεριντάχτα αισθητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified