1. Κομμένη αποκαλούν οι ομοφυλόφιλοι τον παρενδυτικό (τραβεστί ντε) που υποβλήθηκε σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Οι κομμένες συνήθως ολοκλήρωναν την αλλαγή με προσθετική στήθους (ή/και ορμονοθεραπεία), αύξηση μάζας χειλέων (στόματος), βαφή μαλλιών σε εκτυφλωτικό ξανθό κατά κανόνα, μανικιούρ-πεντικιούρ και, ω!, Η ευτυχία -οψώνια σε καταστήματα γυναικείων ρούχων και πα-πουτσάδικα.

Με γόβα στιλέτο, λαμπερή (προσοχή) μέρα-νύχτα, με ύφος και τουπέ και με φωνή που βγαίνει από πολύ βαθύ λαρύγγι, η κομμένη από απλός τραβεστί (λούγκρα, λουμπίνα... κατά Πετρόπουλο) γίνεται unpektable πουτάνα εν μια νυκτί και ιδίοις αναλώμασι.

Κεσάτια το λοιπό στους απλούς τραβεστί και η παρεπόμενη οργή, γιατί πώς να συναγωνιστεί το απλό τσιτάκι τον Φουστάνο. Έτσι γεννήθηκε το γκρουπούσκουλο στην ομάδα των ομοφυλόφιλων και ειδικότερα των τραβεστί. Ο όρος είναι περιγραφικός, ωστόσο κρύβει και αξιολογικό χαρακτήρα που ακολουθεί τον τόνο και τη χροιά της φωνής και υπαινίσσεται ότι κάποιος ξεπούλησε τη φύση του για να γίνει αποδεκτός ή να βγάλει χρήματα.

  1. Ως επιρ. κομμένη! (η κουβέντα) = σιωπή, τέλος, δεν το συζητώ.

Μεσάνυχτα. Η Κρίστα (Χρίστος τη μέρα) δε σταύρωσε πελάτη. Πλησίασε την Πάολα (Παύλο στην ημερήσια εκδοχή).
- Μωρή σού 'φυγε ο μπατανές απ' τον ιδρώτα.
- Και;΄Μέλα πουθενά. Τι τρέχει;
- Στη γωνία τη βλέπεις την ξανθιά; Είναι ο Τάκης-Τιτίκα τώρα -που
γύρισε απ' τη Λόντρα και σκίζεται στη δουλειά να κάνει απόσβεση
το σχίσιμο-μουνί.
- Ααα! Θα τη μπιζάρω τη τζασλή, θα της ανοίξω βιβλίο συγχαρητηρίων, την κομμένη που παριστάνει την Εμμανουέλα, λούγκρα μωρή
γεννήθηκες και λούγκρα θα πεθάνεις.

Υπάρχουν και οι ορισμοί του λήμματος κομμένος - σχετικά: ποστόπι, εγχείρηση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified