Κομαντατούρ (βρε καλώς την): το σόι της γυναίκας μου, όλες της οι φίλες (και οι μανάδες τους), συν όλες οι συναδέλφισσές της.

Φόβος και τρόμος κάθε παντρεμένου. Υπάρχει περίπτωση να γυρίσεις να κοιτάξεις μια περαστικιά, και η κομαντατούρ να αποφανθεί ότι τη γαμείς (που τέτοια τύχη), και να καταδικαστείς σε τρίμηνη κρεβατομουρμούρα (αν δεν είστε παντρεμένοι, δεν μπορείτε να διανοηθείτε για το τι ποινή μιλάμε).

Κομαντατούρ (Kommandantur) εις την γερμανική σημαίνει διοικητήριο, φρουραρχείο, κυβερνείο. Ήταν ουσιαστικά το κυβερνείο που εγκαθιστούσαν οι Γερμανοί σε όλες τις κατακτημένες περιοχές. Eκεί κατέφευγαν όλοι οι ρουφιάνοι κατά την διάρκεια της κατοχής, με πληροφορίες, για να αποκτήσουν την εύνοια του κατακτητή. Στη κομαντατούρ μαζεύονταν και αρχειοθετούνταν όλες οι ρουφιανιές.

Φράση που εκστομίζει ο Αυλωνίτης σε έμπιστο συνομιλούντα, επί της εμφανίσεως της Βασιλειάδου στο πλάνο.

-Τι έγινε ρε Λάκη προχθές; Συνέχισες το καμάκι με τη ξανθιά στο μπαράκι.
-Τρελός είσαι; Φεύγοντας δεν είδες ότι πλάκωσε η κομαντατούρ η κουνιάδα μου! Για ήρωες ψάχνεις;

(από electron, 03/09/09)(από Vrastaman, 03/09/09)Η ναζιστική Kommandantur στην Αθήνα. (από Khan, 03/09/09)(από GATZMAN, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified