Εμπορικός υπάλληλος υπεύθυνος για την είσπραξη δόσεων, γνωστός και ως δοσατζής. Επισκέπτεται κατ’ οίκον όσους έχουν αγοράσει με δόσεις διάφορα εμπορικά προϊόντα και καθυστερούν να τις εξοφλήσουν.

Η εξαφανισμένη αυτή επαγγελματική τάξη σκιαγραφείται γλαφυρά και με συμπάθεια στις ελληνικές ταινίες «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον Σταύρο Ξενίδη και την Άννα Φόνσου και το «Έξυπνο πουλί», με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Βλ. και παλαιότερη ελληνικά ταινία με τους πλανόδιους έμπορους Πασπάτη – Καλαφάτη (Βέγγος και Σταυρίδης) και το άσμα : «όχι με δόσεις, όχι με δόσεις, ό,τι θα πάρεις, θα το πληρώσεις». Σχετική η φράση, η «βάζω γραμμάτια» που πατεράδες λένε στα παιδιά τους εν είδει κατήχησης («όταν παντρεύτηκα την μάνα σου, βάλαμε γραμμάτια μέχρι και για τα πιρούνια»).

Από τους συμπαθείς αυτούς υπαλληλίσκους περάσαμε στις εισπρακτικές εταιρείες που τηλεφωνούν καθημερινά τους (συχνά άξιων της μοίρας τους) οφειλέτες καταναλωτικών δανείων, αφήνοντας μηνύματα στην δουλειά τους ή στην γειτονιά τους για να τους ξεφτιλίσουν.

Όταν ο οφειλέτης δεν έχει κάτι να δώσει, αλλά ούτε και κάποιο περιουσιακό στοιχείο για να κατασχεθεί, η ψυχολογική αυτή βία είναι απαραίτητη προκειμένου η τράπεζα να βγάλει τα κέρδη της, εκφοβίζοντας και εξαναγκάζοντας τον οφειλέτη να εξοφλήσει μέσω νέου δανειοδανείου, αφού ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.

Το «ζόρι βγάνει λάδι», που λέει και ένας επαγγελματίας του είδους. Πιο άμεσες και μπρουτάλ μεθόδους χρησιμοποιούν οι τοκογλύφοι, βλ. ενδεικτικά την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη.

Κλείνουμε με το αντίστοιχο δίστιχο της εποχής : «δεν θα ξοφλήσουμε ποτέ, κουφάλα τραπεζίτη».

- Πάρε τηλέφωνο τον Κακομοίρογλου, χρωστάει 3 δόσεις από το διακοποδάνειο.

- Ρε γαμώτο, φαϊνάνσιαλ μάνατζερ είμαι εγώ ή δοσάς;

(από GATZMAN, 12/10/09)Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης) βλ. β παρ/φο (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified