Μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρέπεια, λόγιος, λογιωτατισμός, ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων.
Πρόκειται γιὰ ἀσυνήθως χρησιμοποιουμένη λέξι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καλιαρντὴ ἔχει ἐν γένει τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντός της σὲ διαφορετικὴ θεματολογία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τὸ νόημα ὁρίζεται μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Τὸ ἔτυμον ἀβέβαιον: Συμπλέκονται μὲ ἀσαφῆ τρόπο οἱ ἔννοιες σίκ (βλ. λ.), ρανζέ (γαλλιστὶ rang=τάξις, κοινωνικὴ θέσις, rangé=τακτοποιημένος, εὐγενής, κόσμιος), ὀριεντὰλ=ἀνατολίτης (ἴσως καὶ μὲ λίγο ἀέρα express orient στὴν ἀτμόσφαιρα;).
Ἡ λέξις ρανζὲ (ἐνίοτε καὶ ρανσὲ ἀπὸ ὀλιγογραμμάτους κιναίδους, βλ καὶ Πετρόπουλο) δίδει τὸ στάτους, ἡ λέξις ὀριεντὰλ τὸ ὗφος, καὶ τὸ σὶκ προσδίδει τὸ λοῦστρο, στὴ σύμπλοκη αὐτὴ ἔννοια τῆς λιάρντας.

Πρβλ καὶ τὸ σὶκ σαλόν=ἁβρότης, εὐγένεια τρόπων, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικῶς, κομψοπρεπὲς σαλόνι.

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Got a better definition? Add it!

Published