Πρόκειται για χρωματισμό υφάσματος που δεν είναι καθαρός, π.χ. τα κολεγιακά γκρίζα φούτερ. Η απόχρωση μελανζέ επιτυγχάνεται όταν το νήμα είναι πολύχρωμο, π.χ. το μελανζέ των γκρίζων κολεγιακών φούτερ επιτυγχάνεται με ασπρόμαυρο νήμα.

Στην αργκό χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους ή κάπως γυναικωτούς, τέλος πάντων για όχι και τόσο φανατικούς άντρες ή γυναίκες, π.χ. λέμε: «Ρε συ, αυτός λίγο μελανζέ μου φάνηκε».

Το πρωτοάκουσα από τη Σπεράντζα Βρανά σε συνέντευξη: «Αυτός ήταν λίγο, πώς να το πω, να, μελανζέ, κατάλαβες;»

  1. Ρε συ, αυτός μελανζέ μου φάνηκε. Πάμε να φύγουμε θα μας την πέσει!

  2. - Η δικιά σου είναι μελανζέ.
    - Τι λες ρε συ;
    - Άμα σου λέω, αφού την είδα προχθές με τη γκόμενα να φιλιούνται.

Στην αρχή του τραγουδιού. (από Khan, 21/10/09)(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified