Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».
Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.
Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».
Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!
- Έχει κανα ξύδι;
- Μπα, ξερός είμαι.Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!