Ο μπάφος. Εκ του αγγλικού skunk > sku > σκου. Πολύ κωδική ονομασία για ύπουλες καταστάσεις που δε θέλουμε να μας καταλάβουν οι άλλοι.

  1. Ρε μαν...παίζει καθόλου σκου;

  2. Άσε ρε φίλε, έκρυψα το σκου στο δωμάτιο μου τόσο καλά που έκανα μια ώρα να το βρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified