Κάνω κάποιον βαπόρι, σημαίνει τον φέρνω εκτός εαυτού, τον εκνευρίζω, τον μπριζάρω. Βαπόρι, κατά κυριολεξία, είναι το ατμοκίνητο καράβι (από το αγγλικό vapor που σημαίνει ατμός). Επομένως, ο όρος συνδέεται με την πίεση του ατμού που χρησιμοποιείται στους ατμοκινητήρες.
Μ' έπιασε το πρωί η Ανθούλα και μ' άρχισε στα πουστριλίκια για το ισοζύγιο, ενώ το λάθος ήταν δικό της. Άσε, βαπόρι έγινα!
Τον άρχισε πάλι με τα πολιτικά και τον έκανε βαπόρι.
- Θα πάω να του τα πω. Δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο αυτή η κατάσταση!
- Να πας, αλλά θα γίνει βαπόρι, να το ξέρεις.