Κάνω κάποιον βαπόρι, σημαίνει τον φέρνω εκτός εαυτού, τον εκνευρίζω, τον μπριζάρω. Βαπόρι, κατά κυριολεξία, είναι το ατμοκίνητο καράβι (από το αγγλικό vapor που σημαίνει ατμός). Επομένως, ο όρος συνδέεται με την πίεση του ατμού που χρησιμοποιείται στους ατμοκινητήρες.

  1. Μ' έπιασε το πρωί η Ανθούλα και μ' άρχισε στα πουστριλίκια για το ισοζύγιο, ενώ το λάθος ήταν δικό της. Άσε, βαπόρι έγινα!

  2. Τον άρχισε πάλι με τα πολιτικά και τον έκανε βαπόρι.

  3. - Θα πάω να του τα πω. Δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο αυτή η κατάσταση!
    - Να πας, αλλά θα γίνει βαπόρι, να το ξέρεις.

Queen Mary I (από panos1962, 21/11/09)Βαπόρι έγινα! (από panos1962, 21/11/09)

βλ. και τούρμπο / έγινα τούρμπο, έγινα βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified