Στη νεοελληνική κοινή: «Πήγαινε πλύνε τα πιάτα (σε παρακαλώ)».

Χρησιμοποιείται όταν η/οι παρευρισκόμενη /-ες γυναίκα /-ες έχει /-ουν υπερβεί κατά πολύ τα εσκαμμένα, και χρειάζεται να συνετιστεί /-ούν από το/τα κυρίαρχο /-α αρσενικο /-ά. Ήτοι, όταν πρόκειται δια θέμα δια το οποίο δεν πίπτει λόγος εις οιονδήποτε μη φέροντα έναν ή και πλείονας όρχεις.

Ισοδυναμεί με το αι γυναίκαι μέσα.

- Εγώ πάντως, Μήτσο μου, νομίζω ότι πάλι ο Ολυμπιακός θα το πάρει το πρωτάθλημα φέτος.
- Ίσα μωρή χαμούρα που έχεις και άποψη για τη μπάλα! Άει πά’ πλύ’ ντα πιάτα τώρα!
- Τι είπες ρε μισοριξιά; - Τίποτα αγάπη μου, με τον Βαγγέλη μιλούσα στο Σκάιπ. - Ρε μη χαζεύεις! Άντε, τελείωνε με το σφουγγάρισμα, έχεις και να μαγειρέψεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified