Έκφραση που προέρχεται από τον λαμπερό κόσμο της μόδας (για την πατρότητά της ερίζουν ο Ζαν Πωλ Γκωτιέ και ο Υβ Σαιν Λωράν).

Σημαίνει ακριβώς ότι δεν γίνεται να έχεις και την πίτα ολόκληρη, και τον σκύλο χορτάτο ή μονά ζυγά δικά σου, όπως λέμε εμείς οι υπόλοιποι, κατώτεροι άνθρωποι.

Για τους αδαείς, ποιμένες και χοιροβοσκούς, μανικοκόλληση γίνεται όταν το μανίκι ενώνεται με το υπόλοιπο ρούχο από τον ώμο και προς τα κάτω, καθέτως.

Ρεγκλάν (από τον Άγγλο στρατηγό, τον 1ο βαρόνο Ρεγκλάν, πέμπτο γιο του δούκα του Μποφώρ) είναι το μανίκι που ενώνεται από το λαιμό προς τη μασχάλη, διαγώνια, εν είδει «σφήνας».

- Θα τρελαθώ! Ο Τάσος έμαθε για μένα και τον Σπύρο και με παράτησε!
- Σ’ τά ’λεγα εγώ χρυσό μου! Και μανικοκόλληση και ρεγκλάν δε γίνεται!
- Αλί μου η βαριόμοιρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη νεοελληνική κοινή: «Πήγαινε πλύνε τα πιάτα (σε παρακαλώ)».

Χρησιμοποιείται όταν η/οι παρευρισκόμενη /-ες γυναίκα /-ες έχει /-ουν υπερβεί κατά πολύ τα εσκαμμένα, και χρειάζεται να συνετιστεί /-ούν από το/τα κυρίαρχο /-α αρσενικο /-ά. Ήτοι, όταν πρόκειται δια θέμα δια το οποίο δεν πίπτει λόγος εις οιονδήποτε μη φέροντα έναν ή και πλείονας όρχεις.

Ισοδυναμεί με το αι γυναίκαι μέσα.

- Εγώ πάντως, Μήτσο μου, νομίζω ότι πάλι ο Ολυμπιακός θα το πάρει το πρωτάθλημα φέτος.
- Ίσα μωρή χαμούρα που έχεις και άποψη για τη μπάλα! Άει πά’ πλύ’ ντα πιάτα τώρα!
- Τι είπες ρε μισοριξιά; - Τίποτα αγάπη μου, με τον Βαγγέλη μιλούσα στο Σκάιπ. - Ρε μη χαζεύεις! Άντε, τελείωνε με το σφουγγάρισμα, έχεις και να μαγειρέψεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τουαλέτες.

Επειδή είναι καλιαρντά, έχει συνήθως τη σημασία των δημόσιων ουρητηρίων, π.χ. τα τζουρά της Ομόνοιας.

Ντάνος Αυγούστης: Επειδή είχε μπουτ κίνηση έγινα χάλια, γι' αυτό πάω στα τζουρά να φρεσκαριστώ λίγο και θά 'ρθω για σανσόν. Σαντρέ! Α, δε μου λέτε: Έχει τζουρού στα τζουρά;
Ντάλας, Βλάχος, Πλαπούτας: ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χαρακτηρίζει όχι απλά τον φαταούλα, τον αχόρταγο, αλλά αυτόν που τρώει ο,τιδήποτε, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη γεύση ή την καταλληλότητα της «τροφής».

Το ότι τα σκατά περιέχονται σε τάπερ, μάλλον συνηγορεί στην άποψη ότι πρόκειται περί νεολογισμού. Ίσως να υπήρχε παλιότερη μορφή, π.χ. ένα ταψί/πιθάρι/κουβά σκατά. Εγώ πάντως αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι.

- Ιιιιιι!!! Μη ντη ντρως πδι μ’ αυτή ντην κουνσιέρβα! Ίνι σκυλουτρουφή! Κι λιηγμένιη!
- Άσε μας ρε γιαγιά να γουστάρουμε...
- Μην ασχολείσαι γιαγιά, αυτουνού κι ένα τάπερ σκατά να του δώσεις, θα το φάει.
- Θιες να σι φκιάσου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified