Έκφραση που δείχνει αγανάκτηση λόγω ολιγωρίας, ή γενικευμένης αποχαύνωσης. Προσομοιάζει με το «Α, καλά…», ή το «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι» κλπ.

  1. - Όλη η μισθοδοσία βγήκε λάθος. Ξέχασαν να βάλουν το οικογενειακό επίδομα.
    - Ολημερίς τον παίζανε, το βράδυ τον βαρούσαν

  2. Πήγα στο ΙΚΑ και μου είπαν ότι δεν βρίσκουν πουθενά την αίτηση που έκανα πριν δυο μήνες. Ολημερίς τον έπαιζαν, το βράδυ τον βαρούσαν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified