Μπαμπαδισμός, που σε λίγο θα γιορτάσει τα πρώτα -άντα του, δηλαδή από την εποχή που αρχίνησε ο χαβάς «Είσαι στην Ευρώπη-Μάθε για την Ευρώπη».
Βέβαια με μαθηματική ακρίβεια, η συνάρτηση Ελλάδα = Ευρώπη ÷ 27 (όπου η μεταβλητή Ελλάδα = Ψωροκώσταινα με λαμδαπόσπαση), θα παραμείνει ασύμπτωτη ως ολοκλήρωμα κι ας με διορθώσει ο Βίκαρ ή ο Γιανναράς.
Η προσφιλής έκφραση του καραμανλούς ηγήτορος «ανήκομεν εις την Δύσιν» (εφ' όσον θέλει να χρησιμοποιεί καθαρεύουσα), φανερώνει κίνηση προς και όχι στάση εις τόπον, αλλιώς θα χρησιμοποιούσε δοτική, εκτός πια κι αν δεν τα πολυκαταλάβαινε τα ρομέηκα.
Σε κάθε περίπτωση, αν το ζήτημα είναι προορισμού και όχι προελεύσεως, υπ' αυτήν την έννοια ΚΑΙ οι Τούρκοι είναι Ευρωπαίοι.
Η έκφραση απηχεί ντροπιαστικο-περήφανη (όπως χαρμολύπη/κλαυσίγελως/παυσίλυπον και άλλα τέτοια) αντίληψη των νεοελλήνων, σύμφωνα με την οποίαν η Ελλάς, μετά την προσχώρηση στην Κοινή Αγορά, θα καταντήσει θέρετρο για τους ματσωμένους Ευρωπαίους, που θα γλεντοκοπάνε και οι ιθαγενείς, μη δυνάμενοι να τους ανταγωνισθούν εμπορικά, θα αναγκασθούν να περιορίζονται στο ρόλο του σερβιτόρου-υπηρέτη.
Τελευταία φαίνεται μάλιστα, ότι αποτύχαμε να ερμηνεύσουμε έστω κι αυτό το ρολάκι με επιτυχία και αξιοπρέπεια (υπάρχει διαβάθμιση από σερβιτόρος στο GB σε λιγδογκάρσονο «ό,τι βλέπετε» στην Πλάκα), αφού οι Ούννοι προτίμησαν εσχάτως τις τουρκικές ακτές, για να ξεκαβλώσουν.
Εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος εκφοράς της φράσης, δηλώνει και την νεοελληνική σχιζοφρένεια:
Δηλαδή λέγεται μεμψιμοιρώντας αυτομαστιγωτικά (τέτοια είν' η μοίρα μας –πού να τα βάλεις με τα θερία;), αλλά και κρυπτοαλαζονικά, ότι δήθεν διαθέτουμε κρυφές καβάτζες και θα ανατρέψουμε το παιχνίδι με 103-101 (στην ουσία ποντάροντας στην τύχη κι ότι ο καθένας θα την βγάλει καθαρή μόνος του –όπως λένε και στη Νάπολι: Speriamo che me la cavo).
Χαζογελάμε με το μαύρο χάλι μας, κατά τον ίδιο τρόπο, που σκούζουμε «μα δεν υπάρχει Κράτος;» ενώ την ίδια στιγμή όταν θίγονται συμφέροντά μας ατομικά, κοπτόμεθα ότι «σιγά μη γίνουμε όπως οι κουτόφραγκοι».
Δηλαδή κάτι κουτοπόνηρα βυζαντινίστικα του στυλ «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν», «κι αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη», «Αέρααα!», «το αθάνατο κρασί του '21», «ο Γκάλης θα πάρει το παιχνίδι πάνω του», ή με χρονικοϋποθετικές προτάσεις «όταν εμείς..., αυτοί...», ή συγκριτικούς μαξιμαλισμούς / μινιμαλισμούς «η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη... / το χαμηλότερο ποσοστό...» και ιστορίες με κολώνες και βαλανίδια.
Οι Τούρκοι, κάνουν ακριβώς τα ίδια καραγκιοζιλίκια, αφού πάσχουν από πολιτισμική σχιζοφρένεια (βαρύτερης όμως μορφής αφού –διάβολε– η ελληνική είναι στο φινάλε-φινάλε ευρωπαϊκή γλώσσα και η χώρα μας, ανήκει στην Ευρώπη έστω και γεωγραφικά):
Έτσι, υπάρχουν οι κεμαλικοί στρατοκράτες, που επιβάλλουν την «ευρωπαιοσύνη» διά της βίας (!), οι οθωμανιστές που αναπολούν κοκορευόμενοι «αααχ! Μια φορά κι έναν καιρό έκλανε ο Σουλτάνος και χέζονταν η Ευρώπη και τώρα μας αναγκάζουν να γονατίσουμε στις απαιτήσεις αυτού του θρασιμιού του γκιαούρη για να μας πουν μια καλημέρα», οι παντουρανιστές κι οι παντουρκιστές (όλα τα μόγγολα μια πατρίδα είμαστε παιδιά –άντε και τους φάγαμε), οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι (άσε να τα 'χω καλά με τον Αλλάχ και σέρνονται πόλεμοι εδώ γύρω), τα εθνίκια που γκαρίζουνε στα γήπεδα «Ευρώπη-Ευρώπη, ερχόμαστε! Ακούς τις μπότες μας;» (ενώ «Βατάν» = μητέρα-πατρίδα θεωρούν την εσωτερική Μογγολία), ευρωλιγούρηδες ψευτο-αστοί, που το πρωί διαβάζουν Le Monde και το βράδι κάνουν στα κλεφτά ναμάζι (μουσουλμανικό προσκύνημα) και άλλα φαιδρά.
Πάντως, οι ισχυροί εμφανίζονται παραδοσιακά σαν απαιτητικοί υπερόπτες πελάτες και οι αδύνατοι σαν αναγκαστικώς καλοκάγαθοι θεράποντές τους, στην ιστορία.
Στην Αμερική ήταν ο καλός μπαρμπούλης Θωμάς στο φτωχοκάλυβό του, στην Ινδία ήτανε οι tea-wallah που κουβαλούσανε το τσάι στις μισότριβες Εγκλέζες (που ενώ παραπονιόντουσαν για το κλίμα δε λέγανε να ξεκουμπιστούνε), στην Τουρκία και στην Κίνα οι «εξυπηρετικοί» κούληδες, που παίρνανε όλο καμάρι το έξτρα μπαξίσι από τους γαλαντόμους Δυτικούς για μια καλή πληροφορία, στην Ελλάδα τα «αλάνια» του Πειραιά που σαλαγούσανε τ' Αμερικανάκια στα κωλόμπαρα να μας γαμήσουνε την αδερφή κλπ.
Σήμερα αισθανόμασθε Ευρωπαίοι διότι χρησιμοποιούμε γουστόζικες αλλοδαπές μάρκες. Δεν είμαστε οι μόνοι. Με το ν' αλλάξει ο Μανωλιός δεν έγινε και τίποτα, αφού τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (οι Τούρκοι λένε το αντίστοιχο Χότζειο «με το να πάει ο γκιαούρης στη Μέκκα δεν έγινε και Χατζής»).
Κάποτε στέλναμε στην Ευρώπη εργάτες, τώρα στέλνουμε επιστήμονες για Gastarbeiter. Βέβαια, είναι κι αυτό μια προαγωγή. Μην πολυθριαμβολογούμε όμως για τυχόν μεμονωμένη επιτυχία Έλληνος στο εξωτερικό, διότι τούτο εξαίρει την χώρα ευδοκιμήσεως και όχι την χώρα εκδιώξεως. Άλλωστε, η παθητική αφομοίωση ξένων (υπο-)προϊόντων, μόνο κακό μας έχει κάνει.
Μόνο στην σκαμπρόζικη Ιταλία (που ισορροπεί μεταξύ Βορρά-Νότου, ενώ εμείς παραπαίουμε μεταξύ Δύσης-Ανατολής), δεν περάσανε τέτοια σάπια. Όταν πλακώσανε οι Τζώνηδες και η μαρίδα βάλθηκε να μοστράρει μπλουτζήν και να πίνει ουίσκυ ότι και καλά, το πειραχτήρι της Νάπολης Renato Carosone, χτύπησε διάνα το 1956 με το «Tu vuo fa l’ Americano» (=μας το παίζεις Αμερικανάκι), επαναφέροντας τους συμπατριώτες του στα συγκαλά τους. Η Ελλάδα μόλις το 1984 αντεπιτέθηκε στα κυρίζια, μ' αυτόν το διάολο το Ζωρζ Πιλαλί στο «Δηλαδή μας το παίζεις και Ντίβα».
Ο Τζιπάκος έχει διατυπώσει την ευρωπαϊκή ιδιότητα των νεοελλήνων στο «Καπρί σε φινί» ως εξής:
[I]Εγώ «Ήχος και Φως»,
μπρος σε γκρουπ τουριστών
Ντίσκο στη διαπασών
Με φωνάζουν «γκαρσόν!»[/I]
Περί κατάστασης αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες, οι Κατσιμιχαίοι περιγράφουν απαξιωτικά το γκαρσόνι ως υποβιβαστικό του ερωτύλου στο «Μια Βραδιά στο Λούκι»:
[I]Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
Κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα: «Θε μου εμένανε ζητάει!»
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει το σερβιτόρο...[/I]
Στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) ο Π. Τάσιος δίνει ανάγλυφα τον υποβιβασμό του «αφεντικού» επαρχιακού καφενέ σε γκαρσόνι βου στην Αθήνα, προϊούσης της ανταγωνιστικότητας στα μέτρα της (υποχρεωτικής) αστυφιλίας, κατά το «από δήμαρχος, κλητήρας».
Η βιομηχανική «πριμοδότηση» της Αττικής των δεκαετιών 50-70, που γάμησε και την Αθήνα και την επαρχία, φαίνεται στις απεγνωσμένες φάτσες των Ελλήνων «εσωτερικών γκαρσονιών» της Ομόνοιας στην «Παραγγελιά» (1980) και στο «Βίος και Πολιτεία» (1987), όπου αν κανείς κωλοπειράξει το φίλτρο του φακού και προσδώσει σύγχρονη φωτογραφία στην εικόνα, παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με σημερινούς αλλοδαπούς που «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ»...
— Τί γίνεται ρε συ με την κρίση; Θα τη σκαπουλάρουμε λές;
— Ο Υπουργός είπε οτι η Γερμανία, ως εύρωστη οικονομία, θα πρέπει να τονώσει τον θεσμικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην διακυβεύσει τυχόν χρεωκοπίες εκ μέρους των πιο αδύναμων Κρατών, ταυτόχρονα ενδυναμώνοντας κεντρικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την μακροπρόθεσμη σταθερότητα της ευρωζώνης.
— Δηλαδή;
— Τί δηλαδή; Πάλι στη ζητιανιά βγήκαμε...
— Να δώ ως πότε θα κάνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης!