Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified