Λέξη που συναντάται μόνο στην έκφραση: «στην καθισιά (κάποιου)».

Δεν είναι το καθισιό ή το αραλίκι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το τελείως αντίθετο.

Είναι μια επιρρηματική φράση που δηλώνει χρόνο, κάτι σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος υπήρξε χαλαρός (όχι ντε και καλά καθιστός). Επειδή λοιπόν, υπό Κ.Σ., σπανίως είθισται να είμαστε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθιστοί ή αραχτοί (λέμε τώρα), η έκφραση «στην καθισιά του» σημαίνει ένα μικρό και όχι μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι σε αυτό το μικρό διάστημα έγιναν εξωφρενικά πράγματα. Συνήθως δε, αναφερόμαστε σε κατανάλωση τροφής ή αλκοόλ.

  1. - Δε μου λες, ο φίλος σου είναι λιγάκι αλκοόλα ή μου φαίνεται;
    - Γιατί το λες αυτό;
    - Ξέρω γω... στην καθισιά του κατεβάζει καμιά δεκαριά ποτάκια στο πιτς-φιτίλι.
    - Ε έτυχε μωρέ...

  2. Έφαγε 15 μερίδες πρωινό στην καθισιά του.
    Ένας 47χρονος Βρετανός έφαγε 30 λουκάνικα, 20 φέτες μπέικον, 15 τηγανητά αυγά και τρία πιάτα με φασόλια για πρωινό. Αυτό έγινε σε ξενοδοχείο όπου με 10 ευρώ μπορείς να φας ότι θέλεις και όσο θέλεις. (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published