Μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια: μας τα 'χεις πρήξει!
-ela pes mou gia to msn..
-se ligo...
-ela se parakalw pes mou..
-e ma den trwgesai mas ta xeis kanei tsourakia!!!!
Μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια: μας τα 'χεις πρήξει!
-ela pes mou gia to msn..
-se ligo...
-ela se parakalw pes mou..
-e ma den trwgesai mas ta xeis kanei tsourakia!!!!
Σε άλλη μορφή: τσουρέκια (τα κάνω κάποιου) - βλ. και μας τα 'χεις κάνει νταούλια. Σχετικό: τσουρέκι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.
Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.
Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα
Got a better definition? Add it!