Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης ''κακουχία'' και την κατάληξη -ισταν στην οποία τελειώνουν οι ονομασίες των κεντροασιατικών κρατών που, κατά κανόνα, ειναι μακριά στην απόσταση, δύσκολο να πας και είναι εντελως υπανάπτυκτα.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια διαδρομή, έναν δρόμο ή ένα ταξίδι... δηλαδή ότι το ταξίδι ήταν πολύ μακρινό, με κακό δρόμο, ότι η διαδρομή ήταν δύσκολη και με ώρες ταλαιπωρίας κτλπ. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και για την περιγραφή γενικά καταστάσεων που είναι κουραστικές.

  1. - Μήτσο τι κάνεις ρε; Πώς ήταν το ταξίδι που πήγατε;
    - Άστα! Πώς να είναι; Το μέρος που βρήκε να πάμε η Βέρα ήταν μέσω κακουχιστάν να πούμε! Όλο στροφές, γκρεμούς, 8 ώρες μέσα σε ένα αμάξι και δεν μπορούσα να σταματήσω πουθενά ούτε να φάω κάτι... ούτε μια καντίνα, κάτι ρε....τόσες ώρες σε έναν κωλόδρομο...

  2. - Τι λέει, πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
    - Σκατά, πώς να τα πάω... η όλη φάση ήταν κακουχιστάν, μαλάκα... τόσος κόπος ενώ ήξερα ότι τίποτα δεν θα κατάφερνα στο τέλος...

  3. - Πήγα σήμερα να καταθέσω κάτι χαρτιά στην νομαρχία και μου έβγαλαν το λάδι οι άνθρωποι! Από γραφείο σε γραφείο... μιλάμε για κακουχιστάν... όλο το πρωί έφαγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, όπως είναι κατανοητό, είναι το μικρό τσουτσέκι.

Είναι, επίσης, όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από αγόρια για συγκεκριμενο τύπο κοπέλας... ΟΧΙ για την άτιμη ή ανέντιμη κοπέλα, όπως πολλοί μπορεί να υποθέσουν, αλλά για την μικρή σε μέγεθος και ηλικία κορασίδα η οποία έχει εναλλακτικό ντύσιμο, είναι χαρωπή και, παραδόξως, έχει μεγάλο στήθος (αν και μικροκαμωμένη) και γενικά καλό σώμα...

Ο όρος πλέον τείνει να χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ για τις φοιτήτριες των ΕΑΑΚ και γενικα αριστερών παρατάξεων καθώς η πλειοψηφία των κορασίδων στις παρατάξεις αυτές ειναι σύμφώνη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Ο όρος ειναι εξαρχο-γκαζιότικος (καθώς το τσουτσεκάκι συχναζει και στα 2 μέρη).

Προσοχή: O όρος δεν σημαίνει ότι η κοπέλα θα είναι άτιμη ή χαζή και τα λοιπά... (κυριολεκτικά, δεν ξέρω πώς κόλλησε).

- Τι λέει, τι έκανες χτες; Βγήκες;
- Ναι ρε, και γαμώ! Πήγα Πανόρμου και πέτυχα τη Δήμητρα μαζί με τις φίλες της... εκεί όλες κοντούλες και χαριτωμένες.... καλά πέρασα...
- Αααα... τσουτσεκοκατάσταση, δηλαδή;
- Ναι, ρε μαλάκα... Ήταν όλες τσουτσεκάκια... χορεύανε, πίνανε... χαμός... πολύ γέλιο... περάσαμε καλά... θα τους πω να βγούμε και μαζί...
- Μπα, εσύ βγαίνεις με τσουτσέκια... εγώ θέλω κοπέλα στα χρόνια μου... ανεξαρτητη... όχι φοιτητριούλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της γκαζιώτικης διαλέκτου, ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από περιστασιακούς θαμώνες, οι οποίοι κατά τα άλλα συχνάζουν σε άλλες περιοχές όπως Εξάρχεια-Ψυρρή ή έχουν κατά κανόνα άλλη κοινωνική θέση και συνήθειες διασκέδασης απ' ό,τι τα άτομα με τα οποία συνυπάρχουν όταν πάνε στο Γκάζι.

Ο όρος σημαίνει «αυτός που πάει σε high σκηνικά και μέρη» και φυσικά προέρχεται από την αγγλική λέξη «high» και χρησιμοποιείται γενικά για high μέρη και καταστάσεις (πχ: πάρτυ που πήγες απρόσκλητος και πέτυχες κάποιον διάσημο, πάρτυ σε κάποιο κλαμπ πολύ κυριλέ, κυριλέ μπαρ, κλπ).

ΠΡΟΣΟΧΗ: ο όρος δεν χρησιμοποιείται για (και από) «πλούσιους» ή άτομα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν εκ φύσεως εκεί, αλλά για άτομο «κοινό θνητό» (σαν όλους μας...), ο οποίος ψάχνει να βρει και να χωθεί περιστασιακά σε τέτοιες καταστάσεις...

Παρόμοιος ο όρος «χαΐλα», ο οποίος χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός.

  1. - Τι λέει αρχηγέ, πάμε καμιά βόλτα κέντρο;
    - Λοιπόν κανόνισε αγόρι μου... σήμερα ή Κολωνάκι ή Γκάζι... σήμερα είμαι χαΐστας... δεν έχω όρεξη για ζόφο...

  2. Καλά, μαλάκα, χτες το πάρτυ... πολύ χαΐλα... Πήγα εκεί με χαμηλές προσδοκίες, αλλά τελικά η φάση ήταν και γαμώ... Τεράστιο σπίτι, πισίνα, και ρε μαλάκα... η κόρη αυτουνού που έκανε το πάρτυ είχε αμάξι σαν του πατέρα μαυ και ήταν μόνο 18 ρε μαλάκα... και γαμώ!

Στο 1.10. (από Khan, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H λέξη Εξάθλια αναφέρεται προφανώς στην περιοχή των Εξαρχείων. Χρησιμοποιείται κυρίως από τα άτομα που συχνάζουν στην περιοχή και όχι από τα άτομα που την αποφεύγουν.

O ομιλητής με το λήμμα θέλει να δώσει χιουμοριστική έμφαση στην εξαθλίωση που υπάρχει στην εν λόγω περιοχή, η οποία όμως για κάποιο λόγο, αν και γίνεται αντικείμενο χλευασμού, εξακολουθεί να είναι όμορφη.

Συγγενής ορισμός του όρου είναι και ο «πρεζόδρομος», ο οποίος χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο και διάθεση από τους ίδιους ανθρώπους για τον πεζόδρομο της Μεσολογγίου στα Εξάρχεια.

-Tι λέει ρε μαλάκα, πού θα πάμε σήμερα;
-Ξέρω γω... λέω να χτυπήσουμε τίποτα Εξάθλια.
-Πάλι εκεί ρε μαλάκα... Όλο τους ίδιους και τους ίδιους βλέπουμε... Έχω βαρεθεί τη διαδρομή πρεζόδρομος - πλατεια... Πάμε πουθενά αλλού να δούμε άλλους ανθρώπους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified