Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.
Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.
Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;