Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίγμα αραιού σκατού και ύδατος που αποβάλλεται από τον πρωκτό μαζί με μια πνιχτή, μπουρμπουληθράτη πορδή σε λα μείζονα.

Συχνά το αισθάνεσαι ως απαλή δροσιά στον κώλο σου, αν όμως δεν το καταλάβεις, το ανακαλύπτεις στο σώβρακό σου όταν γυρνάς σπίτι.

Αν είσαι πολύ άτυχος, θα έχει ποτίσει το παντελόνι σου (λινό και ανοιχτόχρωμο, κατά προτίμηση), οπότε θα βλέπεις κόσμο να σε κοιτάει παράξενα και να κάνει μορφασμούς αηδίας.

-Τι έγινε; Δεν σε βλέπω πολύ σόι...
-Άσε ρε μεγάλε... Είχα ρίξει μια κλανιά το πρωί, αλλά δεν περίμενα ότι θα έχει ποτίσει με πορδοζούμι και το παντελόνι μου. Ρόμπα έγινα στη Μόνικα!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)Νιώθω κάτι υγρό από κάτω... τι να είναι; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified