Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.

Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».

Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!

6,06 (από Galadriel, 24/05/10)

Σχετικό: ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified