Αυτός που λουφάρει, που την κάνει με ελαφρά όταν τον καλεί το καθήκον, που κάνει τον γερμανό όταν πρόκειται να του ανατεθεί κάτι. Παλαιός και ακόμη δόκιμος σλαγκοόρος, που έχει μπει και σε κάποια λεξικά. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό.
- Πάλι αγγαρεία σε χώσανε, ρε;
- Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δώσω 20 Ευρώ στο γύφτο να την κάνει.
- Α, ρε λουφαδόρε! Μη σε πάρουνε πρέφα μόνο...