Κανονικά είναι όρος της μαγειρικής (όχι αυτής εδώ της μαγειρικής, για όνομα), σλανγκιστί όμως ισοδυναμεί με το κάνω / καπνίζω ένα τσιγάρο.
— Νομίζω ήρθε η ώρα να πά να τσιγαρίσουμε μετά απο τόσο πήξιμο. — Ε ναι.
Got a better definition? Add it!
Published 2010-06-08 21:15:35+00:00 Last modified 2010-06-13 09:12:36+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.