Κυριολεκτικά: ο άντρας που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις. Ειδικότερα, ο άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού.

Μεταφορικά: ο άντρας που, η καινούρια του γκόμενα, του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άντρας αυτός είναι τόσο εθισμένος στην νέα του γκόμενα, που έχει χάσει την προσωπικότητά του και τις απόψεις του από την στιγμή που η γκόμενα τον βούτηξε στην κυλότα της (επειδή επιτέλους γαμάει... δεν τον νοιάζει τίποτε άλλο).

Ο ευνούχος σχετίζεται και με τον μουνόδουλο, με την διαφορά ότι ο μουνόδουλος δεν έχει σταθερή γκόμενα.

— Πόσο ευνούχος έχει γίνει ο Τζώνη ρε συ με αυτήν την Μάρθα; 'Εχει ξεκινήσει το Μουντιάλ τόσες μέρες και έναν αγώνα δεν έχει έρθει να δούμε όλοι μαζί. Άλλα έλεγε πριν 2 βδομάδες...
— Καλά, ναι... πριν 2 βδομάδες ο Τζώνη ήταν μπακούρι ρε συ και τον ξέρεις πόσο μουνόδουλος είναι.
— Επειδή τον ξέρω μιλάω, φοβάμαι ότι αυτή και το μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει.

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified