Επίσης, συμπεριφέρομαι ως φορτικός πέφτουλας (τύπου χταπόδι) και την πέφτω χουφτώνοντας και μπαλαμουτιάζοντας το θύμα μου όπου και όπως μπορέσω, σαν να έχω βγάλει παραπάνω χέρια, όπως το χταπόδι έχει πολλά πλοκάμια.

Στο Ταϊμς Σκουεαρ ενας ναυτης χταποδιαζει μια νοσηλευτρια και της ξηγαει ενα χολιγουντιανο φιλι. τον λεγαν Μπομπ και ηταν απ το Αρκανσας. (Από το Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μετά από όλα αυτά τα ενημερωτικά λήμματα περί χταποδιών και λοιπών συγγενών, έρχεται να συγκλονίσει το slang.gr το ρήμα χταποδιάζω, το οποίο χρησιμοποιείται από χιλιάδες συμπολίτες μας σε δύο του γραμματικές μορφές:

  1. Χταπόδιασα: είμαι αλοιφή, είμαι πτώμα, βαριέμαι τόσο που έχω απλώσει σαν χταπόδι που το έχουν χτυπήσει σε βράχο να μαλακώσει

  2. Το χταπόδιασε: το σούφρωσε, το λαχάνιασε, το τσαμάκιασε ή γενικά το έκανε δικό του και δεν λέει να το αφήσει, το άρπαξε ωσάν το χταπόδι.

  1. Ρε φίλος, χέσε με που θες να σου κάνω και καϊφέ, δεν με βλέπεις που χταπόδιασα λέμε, αφού;


  2. - Ρε τον πούστη τον μπουστόγερο, από τις 8 είναι εδώ και έχει χταποδιάσει την ομπρέλα, γαμώ το φελέκι μου, γαμώ! Θα μας κάψει την κωλοτρυπίδα ο ηλίας και δεν έχω φέρει και αντηλιακό!
    - Νέμα προμπλέμα, μωρό μου, αν θέλεις έχω εγώ καλή κρέμα για σένα, με πρωτεΐνη!
    - Δεν γαμιέσαι να ασπρίσεις, ρε παπαρίωνα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified