(κρητική διάλεκτος)
Καυλώνω / θέλω να κάνω σεξ και τρίβομαι στους άλλους /-ες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις κατσίκες, αλλά το χρησιμοποιούν και οι ανθρώποι μεταξύ τους.

Μου φαίνεται πως το Μαριώ θυμίζει, γιατί όλη με τριγυρίζει και μου πετά διάφορα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified